- θαλαμάρχης
- οο κατά βαθμό ανώτερος ή αρχαιότερος από τους υπαξιωματικούς που μένουν σ' έναν θάλαμο τού στρατώνα, υπεύθυνος για την τάξη και την καθαριότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + -αρχης* (πρβλ. ομαδ-άρχης, τμηματ-άρχης). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.